χρυσοπέρδικα

χρυσοπέρδικα
η, Ν
μτφ. πολύ όμορφη γυναίκα («μέσ' στα πετρωτά μια χρυσοπέρδικα πετά», δημ. τραγούδι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοπέρδικα — η 1. η χρυσή πέρδικα. 2. η ωραία γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”